τσουκαλάδικο

τσουκαλάδικο
το
1. εργαστήριο του τσουκαλά (βλ. λ.), αγγειοπλαστείο.
2. πρατήριο τσουκαλιών και άλλων πήλινων σκευών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσουκαλάδικο — το, Ν 1. εργαστήριο τσουκαλά 2. πρατήριο πήλινων σκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουκαλαδ τού πληθ. τσουκαλάδες της λ. τσουκαλάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”